αλληλοσπαραγμός

αλληλοσπαραγμός
ο [αλληλοσπαράζομαι]
1. σπαραγμός, σκοτωμός τού ενός από τον άλλο, αλληλοσκοτωμός
2. μεγάλος, οξύς ανταγωνισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλληλοσπαραγμός — ο αμοιβαίος σπαραγμός: Άρχισε και στη χώρα αυτή ο αλληλοσπαραγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφοσκοτωμός — και αδερφοσκοτωμός, ο αλληλοσπαραγμός μεταξύ αδελφών, στενών συγγενών ή ανθρώπων που ανήκουν στην ίδια φυλή ή στο ίδιο έθνος …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκτονία — η (Α ἀλληλοκτονία) [ἀλληλοκτόνος] αμοιβαίος φόνος, αλληλοσκοτωμός, αλληλοσφαγή, αλληλοσπαραγμός …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφάγωμα — το [αλληλοφαγώνομαι] 1. αλληλοσπαραγμός, αλληλοσκοτωμός 2. σφοδρή διαμάχη, αμείλικτος ανταγωνισμός …   Dictionary of Greek

  • σκυλοφάγωμα — ατος, το, Ν 1. συμπλοκή, αλληλοσπαραγμός σκύλων 2. μτφ. έντονη φιλονικία μεταξύ ανθρώπων, σκυλοκαβγάς …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • σκυλοφάγωμα — το 1. αλληλοσπαραγμός σκύλων. 2. έριδα, καβγάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”